Του Ιωάννη Φύτρου*
Η παγκόσμια κοινότητα της ανοικτής διακυβέρνησης συναντήθηκε στη Βιτόρια-Γκαστέις, την πρωτεύουσα της χώρας των Βάσκων, στις 6–10 Οκτωβρίου 2025 και έστειλε ένα επίμονο μήνυμα: λιγότερα συνθήματα, περισσότερη εφαρμογή. Η κλίμακα της συνάντησης – πάνω από 2.000 συμμετέχοντες από δεκάδες χώρες – δεν κάλυψε τις αντιφάσεις της εποχής· τις έφερε στο προσκήνιο. Αν κάτι ξεχώρισα παρακολουθώντας για πρώτη φορά μια Παγκόσμια Διάσκεψη του OGP, υπό την ιδιότητα του Σημείου Επαφής του Δήμου Αθηναίων – του πρώτου και μοναδικού δήμου της χώρας που συμμετέχει στο OGP Local – είναι ότι οι άνθρωποι που κρατούν ζωντανό το τρίπτυχο «διαφάνεια, συμμετοχή, λογοδοσία» απαιτούν μηχανισμούς που δουλεύουν στην πράξη, σε όλα τα επίπεδα διακυβέρνησης, μετρήσιμα και υπό δημόσιο έλεγχο.
Η Διακήρυξη της Βιτόρια-Γκαστέις, που δημοσιεύθηκε ενόψει της Διάσκεψης και είχε έντονο συμβολικό χαρακτήρα, αποτύπωσε με σαφήνεια αυτό το συλλογικό αίτημα. Δεν μιλά για μια «ατζέντα καλών προθέσεων», αλλά για κοινό ορίζοντα δράσης ώστε οι αρχές της ανοικτής διακυβέρνησης να διαπερνούν όλους τους κλάδους και τα επίπεδα εξουσίας, από το κοινοβούλιο μέχρι το… δημαρχείο, με έμφαση στην προστασία του δημοκρατικού χώρου και στην ανθεκτικότητα των θεσμών. Καμία έκπληξη που η Ελλάδα απουσιάζει από τα υπογράφοντα κράτη-μέλη του OGP (όπως απουσίαζε και από τη Διάσκεψη). Για τα υπόλοιπα μέλη – είτε κράτη είτε τοπικές αυτοδιοικήσεις, αλλά και για τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών (όπως η ΕΕΛΛΑΚ και το Vouliwatch, που είναι οι μόνες ελληνικές οργανώσεις που την υπέγραψαν) – η πρόσκληση είναι ρητή: όσοι συνυπογράφουμε, οφείλουμε να επιδείξουμε ηγεσία και αποτελέσματα. Σε μια στιγμή όπου η πόλωση και οι κρίσεις διαβρώνουν την εμπιστοσύνη προς τους δημοκρατικούς θεσμούς, η δήλωση λειτουργεί ως κοινή πυξίδα. Το πραγματικό τεστ, βέβαια, είναι η εφαρμογή της.
Ως παγκόσμια διάσκεψη, δεν έλειψαν φυσικά οι αοριστολογίες και οι γενικολογίες· ωστόσο, σε αρκετές συνεδρίες – ιδίως σε παράλληλα events ή breakout sessions – οι συζητήσεις έτειναν να είναι λίγο πιο ουσιαστικές, αναζητώντας απαντήσεις πέρα από τη ρητορική. Έτσι, αν επιχειρούσα να συμπυκνώσω το «τι ζητά ο κόσμος του OGP σήμερα», θα ξεκινούσα από το τοπικό επίπεδο. Η πρωτοβουλία OGP Local – η οποία αριθμεί πλέον περίπου 150 οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης (ανάμεσά τους και ο Δήμος Αθηναίων) και που με σαφήνεια διατυπώθηκε πως δεν μπορεί να «σηκώσει» άλλους για το άμεσο μέλλον – δεν αντιμετωπίζεται σαν κάποιο «παράρτημα» του OGP, αλλά σαν ένα πεδίο δόξης λαμπρό όπου χτίζονται οι πιο χειροπιαστές μεταρρυθμίσεις: συμμετοχικοί θεσμοί που δεν εξαντλούνται σε μια πλατφόρμα, ανοιχτά δεδομένα που τροφοδοτούν τη δημόσια λογοδοσία σε πραγματικό χρόνο, αλλά και οριζόντιοι συντονισμοί και συνεργασίες που σπάνε διοικητικά «σιλό». Όπου αυτά υπάρχουν, βλέπεις μετατοπίσεις κουλτούρας· όπου λείπουν, βλέπεις κόπωση θεσμών και κυνισμό πολιτών. Αυτή η διαπίστωση διαπέρασε αρκετές συνεδρίες αλλά και ακόμα περισσότερες συνομιλίες στους διαδρόμους του συνεδριακού κέντρου Europa Biltzar Jauregia, του κοινοβουλίου της χώρας των Βάσκων και άλλων εμβληματικών τοποθεσιών της Βιτόρια-Γκαστέις όπου «απλώθηκε» η Παγκόσμια Διάσκεψη.

Το δεύτερο σαφές αίτημα αφορά τα ψηφιακά δικαιώματα και την τεχνολογική διακυβέρνηση. Η κοινότητα δεν ζητά απλώς «περισσότερη καινοτομία», αλλά θεσμικά αντίβαρα που διασφαλίζουν ότι η καινοτομία υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον: διαφάνεια στους αλγορίθμους και στα δεδομένα, φορητότητα, ανοιχτά πρότυπα, δημόσιες ψηφιακές υποδομές και λογοδοσία για τις επιπτώσεις. Στις σχετικές θεματικές, η «ψηφιακή κυριαρχία» παρουσιάστηκε όχι ως ιδεολογικό σύνθημα αλλά ως πρακτική ανάγκη: κανόνες, εποπτεία και κοινότητες που κυβερνούν τα ψηφιακά κοινά, ώστε τα δεδομένα και η ΤΝ να δουλεύουν για τους ανθρώπους. Κι εδώ αξίζουν ιδιαίτερες ευχαριστίες στη Renata Avila και στην υπόλοιπη ομάδα του Open Knowledge Foundation που σε όποιο πάνελ έστεκαν και σε όποια συνεδρία βρίσκονταν, έλεγαν τα πράγματα με το όνομά τους, χωρίς να τα στρογγυλεύουν. Για παράδειγμα, μιλώντας περί της κυριαρχίας επί των δεδομένων (data sovereignty) δεν άφησαν κανένα περιθώριο για παρερμηνείες: το ζήτημα της ψηφιακής κυριαρχίας αναδεικνυόταν ως πρόβλημα πριν 10-15 χρόνια – πλέον εξελίσσεται στον απόλυτο εφιάλτη, αφού μια χούφτα πολυεθνικών κολοσσών «φιλοξενούν» στις Cloud υποδομές τους ανυπολόγιστο όγκο δημόσιων δεδομένων, με ό,τι κινδύνους συνεπάγεται αυτό.
Το τρίτο αίτημα συνδέεται με τις δημόσιες προμήθειες τεχνητής νοημοσύνης. Εδώ η συζήτηση «ζωήρεψε»: πώς διαμορφώνουμε συμμετοχικές διαδικασίες από τον ορισμό μιας ανάγκης μέχρι την αξιολόγηση της υλοποίησης; Πώς διασφαλίζουμε ότι τα κριτήρια είναι ανοιχτά, τα δεδομένα αξιολόγησης προσβάσιμα και ότι οι πολίτες -ιδίως αυτοί που επηρεάζονται πιο άμεσα- έχουν φωνή πριν παγιωθούν τετελεσμένες καταστάσεις; Οδηγοί και «playbooks» που παρουσιάστηκαν γύρω από τη συμμετοχική προμήθεια ΤΝ δίνουν πολύ συγκεκριμένα βήματα: δημιουργία πολυσυμμετοχικών ομάδων εποπτείας, υποχρεωτικές δοκιμές με δημοσιευμένα αποτελέσματα, και εκ των προτέρων διάλογο για την αγορά, με ανοιχτή τεκμηρίωση. Αυτές δεν είναι πολυτέλειες· είναι προϋπόθεση για την αποτελεσματική υιοθέτηση της ΤΝ με όρους εμπιστοσύνης, διαφάνειας και λογοδοσίας.

Πίσω από αυτά τα «τι» κρύβεται ένα «γιατί»: η κρίση εμπιστοσύνης. Οι πολίτες δεν πείθονται με νέες εφαρμογές εάν δεν βλέπουν έγκαιρα και επαληθεύσιμα αποτελέσματα. Γι’ αυτό και ακούστηκε ξανά και ξανά η ανάγκη για κύκλους πολιτικής με δεσμευτικά χρονοδιαγράμματα, ανοιχτά δεδομένα για την αποτύπωση της προόδου και λογοδοσία για όσα δεν έγιναν – όχι μόνο για όσα έγιναν. Η ανοικτότητα, όπως ειπώθηκε ξανά και ξανά, δεν είναι διαχειριστικό εργαλείο αλλά θεμέλιο εμπιστοσύνης, ειδικά σε περιόδους πολλαπλών κρίσεων.

Όλα αυτά, όμως, αναδεικνύουν και ένα τελευταίο -και συχνά αποσιωπούμενο- ερώτημα: πώς βιώνεται στην πράξη η ανοικτή διακυβέρνηση από εκείνους που την υπηρετούν εκ των έσω. Σε μια από τις πιο συμμετοχικές συνεδρίες, ακούστηκε ένας προβληματισμός από την οπτική των ίδιων των δημοσίων υπαλλήλων: ότι η δημόσια διοίκηση τείνει συχνά να μετατρέπεται σε «μπαλάκι του πινγκ πονγκ» ανάμεσα σε βραχύβιες δημόσιες πολιτικές-πυροτεχνήματα και σε πολίτες που, απογοητευμένοι από τη διαχρονική ασυνέπεια των θεσμών, χάνουν σταδιακά την εμπιστοσύνη τους προς αυτούς. Οι δημόσιοι υπάλληλοι, από την πλευρά τους, βρίσκονται συχνά στο επίκεντρο αυτής της δυσπιστίας – άλλοτε φορτώνονται συλλογικές ευθύνες, άλλοτε γίνονται αποδιοπομπαίοι τράγοι κάθε φορά που αποκαλύπτεται ένα σκάνδαλο διαφθοράς ή απλώς αποτυγχάνει μια δημόσια πολιτική. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και στην Ελλάδα, την τελευταία περίοδο, έφτασε να συζητείται στη δημόσια σφαίρα η άρση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων· ένδειξη μιας βαθύτερης κρίσης εμπιστοσύνης που δείχνει πως χωρίς ενίσχυση της θεσμικής ακεραιότητας και της επαγγελματικής προστασίας, η ανοικτή διακυβέρνηση δεν έχει και πολλές ελπίδες να καρποφορήσει.
*Ο Ιωάννης Φύτρος, είναι Σημείο Επαφής του Δήμου Αθηναίων με το OGP Local
Πηγή άρθρου: https://ierp.gr/
