Οι επόμενες βουλευτικές εκλογές στην Ιρλανδία θα είναι διαφορετικές βεβαιώνει με πρόσφατο δημοσίευμα της η εφημερίδα Irish Examiner. Κι αυτό γιατί η ψηφιακή εποχή αλλάζει ριζικά τους όρους των εκλογών, ανοίγοντας έτσι ένα νέο πεδίο μάχης.
Οι πολιτικοί ξέρουν πια ότι για να φτάσει το μήνυμά τους στους ψηφοφόρους, για να χρηματοδοτήσουν την εκστρατεία τους, για να βρουν εθελοντές και για να κερδίσουν ψήφους, δεν αρκεί να χτυπήσουν πραγματικές πόρτες. Πρέπει να χτυπήσουν και «ψηφιακές». Παράλληλα, τα «likes», οι «followers», τα «retweets» και τα «favourites» συνιστούν ένα νέο ψηφιακό κεφάλαιο υποστήριξης, το οποίο συνυπάρχει με την παραδοσιακή κάρτα μέλους κόμματος και το χειροκρότημα του κοινού, ως ένδειξη κομματικής στήριξης και πολιτικής συγγένειας.
Συμμετρικά, το Twitter δεν απευθύνεται μόνο στους πολιτικούς. Αφορά και τους συνηθισμένους πολίτες δίνοντας τους τη δυνατότητα να αρθρώσουν την πολιτική τους άποψη. Είναι ο χώρος που φιλοξενεί τις ηχηρές ψηφιακές αντιδράσεις που προξενεί κάθε κρίσιμη στιγμή της προεκλογικής περιόδου, οι ανακοινώσεις, οι γκάφες, οι διαμάχες και οι ρήξεις.
Στο πλαίσιο αυτό, η εφημερίδα Irish Examiner μαζί με το Κέντρο Ανάλυσης των Κοινωνικών Δικτύων του βρετανικού think tank Demos συγκρότησαν ομάδα με στόχο τη διάχυση στο ιρλανδικό κοινό των ψηφιακών στιγμών, θριάμβων και αποτυχιών της προεκλογικής περιόδου. Σε καθημερινή βάση, θα καταδεικνύουν ποιοι πολιτικοί είναι οι πιο ηχηροί, ποιοι οι πιο μισητοί και ποιοι οι πιο δημοφιλείς στο Twitter, ποιά μηνύματα και εικόνες προξένησαν ψηφιακούς κραδασμούς, καθώς και τις εκλογικές περιφέρειες στις οποίες τα τιτιβίσματα έχουν τη μεγαλύτερη επιρροή.
Ήδη διαφαίνεται ότι όλη αυτή η πολιτική δραστηριότητα στο Twitter χαρακτηρίζεται από το εξής σημαντικό: μεγάλες ποσότητες πληροφορίας, των οποίων η ανάλυση υπερβαίνει την απλή ανάγνωση των tweets. Γι’αυτό το λόγο η ομάδα του Demos, αποτελούμενη από πολιτικούς επιστήμονες και ειδικούς της επιστήμης των υπολογιστών του Πανεπιστημίου του Sussex, δημιουργεί και χρησιμοποιεί τεχνολογία με στόχο τη συλλογή, τη διαχείριση και την κατανόηση αυτής της τεράστιας ποσότητας δεδομένων που προκύπτει από την πολιτική δραστηριότητα στα κοινωνικά δίκτυα.
Χρησιμοποιούνται αλγόριθμοι οι οποίοι αναγνωρίζουν αυτόματα τις διαφορές ανάμεσα στα tweets, εντοπίζοντας εάν επικροτούν ή κατακραυγάζουν έναν πολιτικό, ενώ παράλληλα διακρίνονται τα κομβικά ζητήματα που τίθενται. Αυτό σχετίζεται με τη δυνατότητα της ίδιας της μηχανής να αναλύει μαθαίνοντας («machine learning»). Ενώ δεν πρόκειται για ακριβή επιστήμη – οι αλγόριθμοι μπορούν να κάνουν λάθος – πρόκειται για κάτι το νέο που θα μπορούσε να αποδοθεί με τον όρο «επιστήμη των κοινωνικών δικτύων».
Φυσικά, τα δεδομένα του Twitter δεν ταυτίζονται με εκείνα ενός δημοψηφίσματος. Μόλις το 1/3 των ενήλικων Ιρλανδών διατηρεί λογαριασμό, οι περισσότεροι από αυτούς είναι σχετικά νέοι και λίγοι είναι εκείνοι που στέλνουν τα περισσότερα tweets. Ενώ λοιπόν ένα δημοψήφισμα μεταφέρει τις απόψεις ενός αντιπροσωπευτικού, αλλά συνήθως ευρέως αδιάφορου, δείγματος, το Twitter αναδεικνύει αντίθετα τις απόψεις μιας μη αντιπροσωπευτικής αλλά ηχηρής και ενεργούς μειοψηφίας. Κι αυτό είναι ένα διαφορετικό πρίσμα ανάλυσης της πολιτικής ζωής.
Ως τέτοιο, μας θέτει ενώπιον ερωτημάτων με αντικρουόμενες απαντήσεις: ποιά η σημασία όλης αυτής της δραστηριότητας για τη δημοκρατία, ποιές οι νέες προκλήσεις για τους πολιτικούς, ποιές οι νέες ευκαιρίες για όσους επιθυμούν να ασχοληθούν με την πολιτική και, τέλος, ποιά η δυνατότητα για μια αυθεντικά δημοκρατική ανταλλαγή απόψεων.
Αυτή η πραγματικότητα θέτει ένα νέο πολιτικό ορίζοντα. Ένα είναι βέβαιο: πως, ότι κι αν συμβεί στη συνέχεια, η πολιτική δεν θα είναι πια ούτε τόσο οικεία ούτε τόσο προβλέψιμη, όσο ήταν στο παρελθόν.
Πηγή άρθρου: http://www.irishexaminer.com