Στις 18 Νοεμβρίου 2022, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε την πρόταση της Πράξης για τη Διαλειτουργική Ευρώπη και τη συνοδευτική ανακοίνωσή της για την ενίσχυση της διασυνοριακής διαλειτουργικότητας και της συνεργασίας στον δημόσιο τομέα σε ολόκληρη την ΕΕ. Η πρόταση ακολουθεί άλλες πολιτικές ανακοινώσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, όπως η δήλωση του Ταλίν του 2017 για την ηλεκτρονική διακυβέρνηση, τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 9ης Ιουνίου 2020 σχετικά με τη διαμόρφωση του ψηφιακού μέλλοντος της Ευρώπης, και η δήλωση του Βερολίνου του 2020 για την ψηφιακή κοινωνία και την ψηφιακή διακυβέρνηση με βάση την αξία, στα οποία επισημαίνεται η ανάγκη διασφάλισης διαλειτουργικότητας για τη στήριξη της ανταλλαγής δεδομένων, τη διασφάλιση της ψηφιακής κυριαρχίας και την ενίσχυση της ανθεκτικότητας του δημόσιου τομέα. Η ενίσχυση της διαλειτουργικότητας των δημόσιων υπηρεσιών στην Ευρώπη αποτελεί επίσης μέρος των εργασιών σχετικά με την προτεραιότητα της Επιτροπής να δημιουργήσει «Μια Ευρώπη κατάλληλη για την ψηφιακή εποχή» και κατοχυρώνεται στην ανακοίνωση με τίτλο «Ψηφιακή πυξίδα 2030: ο ευρωπαϊκός τρόπος για την ψηφιακή δεκαετία», ένα πρόγραμμα πολιτικής που καθοδηγεί τον ψηφιακό μετασχηματισμό της Ευρώπης.
Παρά το γεγονός ότι η διαλειτουργικότητα έχει αναφερθεί ρητά ως προϋπόθεση για πολλές πολιτικές της ΕΕ, ένα τέτοιο θέμα δεν είχε ακόμη αντιμετωπιστεί με δεσμευτικές γενικές διατάξεις πολιτικής της ΕΕ. Ως εκ τούτου, η πρόταση για την πράξη για τη διαλειτουργική Ευρώπη αποσκοπεί στην κάλυψη αυτού του κενού. Μια συνεκτική προσέγγιση όσον αφορά τη διαλειτουργικότητα είναι καίριας σημασίας και ιδιαίτερα σημαντική για την επιτυχή εφαρμογή αρκετών ψηφιακών πολιτικών και χρηματοδοτικών προγραμμάτων της ΕΕ, όπως η ενιαία ψηφιακή πύλη και η αρχή «μόνον άπαξ», ο κανονισμός για την ελεύθερη ροή δεδομένων μη προσωπικού χαρακτήρα (FFD), καθώς και η πράξη της ΕΕ για την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο και η οδηγία για τα ανοικτά δεδομένα.
Ως εκ τούτου, ο προτεινόμενος κανονισμός αποσκοπεί στην αντιμετώπιση της περιορισμένης διαλειτουργικότητας των δικτύων και των συστημάτων πληροφοριών που υποστηρίζουν επί του παρόντος τις ψηφιακές δημόσιες υπηρεσίες στην ΕΕ. Οι περιορισμοί αυτοί προκαλούνταν, μέχρι σήμερα, από διάφορους παράγοντες, όπως η απουσία κοινών ελάχιστων προδιαγραφών διαλειτουργικότητας, κοινών λύσεων και προτύπων, καθώς και η έλλειψη προσέγγισης «εξ ορισμού διαλειτουργικότητας» κατά τον σχεδιασμό και την εφαρμογή των πολιτικών της ΕΕ. Συνολικά, οι εν λόγω προβληματικοί παράγοντες αυξάνουν το κόστος και τον διοικητικό φόρτο και μειώνουν την αποτελεσματικότητα σε όλα τα επίπεδα των δημόσιων διοικήσεων σε ολόκληρη την Ευρώπη. Καθυστερούν επίσης την εφαρμογή των ευρωπαϊκών πολιτικών από τα κράτη μέλη και την υλοποίηση της ψηφιακής ενιαίας αγοράς. Ως εκ τούτου, αναμένεται ότι η έναρξη ισχύος του νόμου για τη διαλειτουργική Ευρώπη θα συμβάλει στην αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων και θα ενισχύσει τη διασυνοριακή διαλειτουργικότητα και συνεργασία στον δημόσιο τομέα σε ολόκληρη την ΕΕ.
Στοχεύοντας στη διαλειτουργικότητα
Με την προώθηση πρότασης για μια πράξη για τη διαλειτουργική Ευρώπη, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στοχεύει σε μια «ενισχυμένη στρατηγική διαλειτουργικότητας των κυβερνήσεων της ΕΕ» με σκοπό τη διασφάλιση του συντονισμού και κοινών προτύπων για ασφαλείς και χωρίς σύνορα ροές και υπηρεσίες δεδομένων του δημόσιου τομέα» [1]. Ειδικότερα, η πρόταση θέτει τρεις ειδικούς στόχους:
- διασφάλιση μιας συνεκτικής, ανθρωποκεντρικής προσέγγισης της ΕΕ όσον αφορά τη διαλειτουργικότητα από τη χάραξη πολιτικής έως την εφαρμογή της πολιτικής·
- δημιουργία μιας δομής διακυβέρνησης διαλειτουργικότητας που θα επιτρέπει στις δημόσιες διοικήσεις όλων των επιπέδων και τομέων, καθώς και των ιδιωτικών φορέων, να συνεργάζονται·
- συνδημιουργία ενός οικοσυστήματος λύσεων διαλειτουργικότητας για τον δημόσιο τομέα της ΕΕ, έτσι ώστε οι δημόσιες διοικήσεις σε όλα τα επίπεδα στην ΕΕ και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη να μπορούν να συμβάλλουν και να επαναχρησιμοποιούν τέτοιες λύσεις, να καινοτομούν από κοινού και να δημιουργούν δημόσια αξία.
Σε έναν συνεχώς μεταβαλλόμενο και εξελισσόμενο κόσμο, όπου οι διαδικασίες είναι όλο και πιο αυτοματοποιημένες και οι ψηφιακές τεχνολογίες αποτελούν μέρος των δημόσιων διοικήσεων, είναι ζωτικής σημασίας οι δημόσιες διοικήσεις να παραμένουν σε θέση να επικοινωνούν μεταξύ τους, μεταξύ άλλων στο πλαίσιο του μετριασμού των αυξανόμενων κινδύνων για την κυβερνοασφάλεια. Αυτό δεν μπορεί να εξασφαλιστεί μόνο με τεχνικά μέσα: υπάρχει ανάγκη για συμφωνίες και καθιερωμένες διαδικασίες μεταξύ όλων των επιπέδων ενός οργανισμού, ευθυγραμμισμένες περιγραφές δεδομένων και νόμους που επιτρέπουν την ανταλλαγή δεδομένων και τη δομημένη μακροπρόθεσμη συνεργασία. Για τους λόγους αυτούς, όχι μόνο είναι σημαντικό να θεσπιστεί νομοθεσία σχετικά με τη διαλειτουργικότητα σε επίπεδο ΕΕ, αλλά είναι σημαντικό η διαλειτουργικότητα να αναγνωρίζεται όχι μόνο ως τεχνικό ζήτημα, αλλά και ως ζήτημα που αφορά διάφορους τομείς, όπως η σημασιολογική, οργανωτική και νομική διαλειτουργικότητα, όπως συνεπάγεται ο όρος «διαλειτουργικότητα».
Τι προϋποθέτει ο νόμος για τη διαλειτουργική Ευρώπη για τo NIFO;
Σε μια προσπάθεια να δοθεί έμφαση σε λύσεις για τις δημόσιες διοικήσεις σε ολόκληρη την Ευρώπη που λαμβάνουν υπόψη όλα τα επίπεδα διαλειτουργικότητας, η πρόταση της Πράξης για τη Διαλειτουργική Ευρώπη προβλέπει την αναθεώρηση του Ευρωπαϊκού Πλαισίου Διαλειτουργικότητας (EIF), το οποίο διατυπώθηκε για πρώτη φορά το 2004 (και επικαιροποιήθηκε τελευταία το 2017) και του οποίου η εφαρμογή σε επίπεδο κρατών μελών παρακολουθείται από το Εθνικό Παρατηρητήριο Πλαίσιο Διαλειτουργικότητας (NIFO). Το EIF διατυπώνει 47 συγκεκριμένες συστάσεις σχετικά με τον τρόπο βελτίωσης της διακυβέρνησης των δραστηριοτήτων διαλειτουργικότητας των δημόσιων διοικήσεων, τη δημιουργία διαοργανωτικών σχέσεων, τον εξορθολογισμό των διαδικασιών που υποστηρίζουν τις διατερματικές ψηφιακές υπηρεσίες και τη διασφάλιση ότι τόσο η υφιστάμενη όσο και η νέα νομοθεσία δεν θέτουν σε κίνδυνο τις προσπάθειες διαλειτουργικότητας. Ακολουθώντας τις συστάσεις αυτές, τα κράτη μέλη ακολουθούν κοινή προσέγγιση για να επιτρέψουν στις δημόσιες διοικήσεις τους να επιτύχουν το ίδιο επίπεδο ψηφιοποίησης.
Η εφαρμογή των συστάσεων του EIF αποτελεί παράδειγμα διαλειτουργικότητας στην πράξη, δεδομένου ότι, κατ’ αυτόν τον τρόπο, τα κράτη μέλη όχι μόνο διασφαλίζουν ότι οι δημόσιες υπηρεσίες τους είναι προσβάσιμες εντός των εθνικών τους συνόρων, αλλά και μεταξύ χωρών και τομέων πολιτικής. Με τον τρόπο αυτό, οι δημόσιες διοικήσεις θα είναι σε θέση να εξοικονομούν χρόνο, να μειώνουν το κόστος, να αυξάνουν τη διαφάνεια και να βελτιώνουν την ποιότητα των υπηρεσιών που προσφέρουν στους πολίτες και τις επιχειρήσεις τους.
Λόγω της μη τεχνικής προσέγγισης και της εθελοντικής συμμετοχής του, το EIF έχει αποδειχθεί χρήσιμο μέσο για την ευαισθητοποίηση σχετικά με τη διαλειτουργικότητα πέρα από το τεχνικό κοινό. Ωστόσο, στην τρέχουσα κατάστασή του δεν γίνεται συχνά αναφορά στις πολιτικές της ΕΕ και οι δημόσιες διοικήσεις σε ολόκληρη την ΕΕ θα μπορούσαν να επωφεληθούν από ένα ενισχυμένο EIF που συνδέεται στενότερα με τις τομεακές πολιτικές της ΕΕ και παρέχει πιο ρεαλιστική και επιχειρησιακή καθοδήγηση. Κατά συνέπεια, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συζητά επί του παρόντος τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να βελτιωθεί το ΕΤΕ.
Ποιες είναι οι δράσεις για το μέλλον;
Με την εισαγωγή της πρότασης για την Πράξη για τη Διαλειτουργική Ευρώπη, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεσμεύτηκε να παράσχει εκπαιδευτικό υλικό σχετικά με τη χρήση του ΕΤΕ και τις λύσεις διαλειτουργικής Ευρώπης. Ομοίως, αποσκοπεί στη θέσπιση ενός συστήματος «αξιολόγησης από ομοτίμους» με στόχο την υποστήριξη των κρατών μελών για τη διενέργεια αξιολογήσεων διαλειτουργικότητας και την εφαρμογή λύσεων διαλειτουργικής Ευρώπης στα οικεία συστήματα δικτύων και πληροφοριών, μεταξύ άλλων. Οι εργασίες αυτές έχουν ήδη ξεκινήσει με την πρόσφατη δημοσίευση ενός slide-deck υλικού κατάρτισης του ΕΙF, στα αγγλικά καθώς και σε τέσσερις άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες , το οποίο αποτελεί έγγραφο αναφοράς που αποσκοπεί στην παροχή καθοδήγησης και υποστήριξης στα 27 κράτη μέλη της ΕΕ, καθώς και στην Ισλανδία, το Λιχτενστάιν, τη Νορβηγία και την Ουκρανία σχετικά με τον τρόπο βελτίωσης της διαλειτουργικότητας των δημόσιων υπηρεσιών τους και της διαλειτουργικότητας γενικότερα. Εκτός από αυτό το υποστηρικτικό υλικό, προβλέπεται επίσης η διοργάνωση ειδικών συναντήσεων εργασίας με επιλεγμένα κράτη μέλη, προκειμένου να βοηθηθούν οι δημόσιες διοικήσεις που υστερούν όσον αφορά την ψηφιοποίηση και τη διαλειτουργικότητα, να βελτιώσουν τη βαθμολογία τους όσον αφορά το ΕΤΕ και τη διαλειτουργικότητα γενικότερα.
Επιπλέον, η πρόταση της Επιτροπής προτείνει τη δημιουργία μιας διαδικτυακής πύλης για τη διαλειτουργική Ευρώπη, στην οποία θα αναπτυχθούν οι απαραίτητες γνώσεις σχετικά με τη διαλειτουργικότητα και τις αντίστοιχες λύσεις, ιδίως μεταξύ των μη εμπειρογνωμόνων στον τομέα της πληροφορικής. Η επικοινωνία και η συνεργασία αποτελούν, στην πραγματικότητα, ουσιώδη στοιχεία για τη διαλειτουργικότητα και είναι σημαντικό να υπάρχει μονοαπευθυντική θυρίδα για την υποστήριξη αξιόπιστων ανταλλαγών πληροφοριών σε έναν κοινό τόπο όπου όλες οι δημόσιες διοικήσεις θα μπορούν να βρουν υποστηρικτικό υλικό. Προτάθηκε επίσης η σύσταση ενός συμβουλίου διαλειτουργικής Ευρώπης, το οποίο θα ανήκει από κοινού στα κράτη μέλη και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και θα υποστηρίζεται από δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς.
Άλλες συστάσεις και δράσεις, πέραν εκείνων που προτείνονται στην πρόταση, θα περιλαμβάνουν τη συνέχιση των συζητήσεων σχετικά με το ευρωπαϊκό πλαίσιο διαλειτουργικότητας για έξυπνες πόλεις και κοινότητες (EIF4SCC). Στόχος της είναι να παράσχει στους ηγέτες των τοπικών διοικήσεων της ΕΕ ορισμούς, αρχές, συστάσεις, περιπτώσεις πρακτικής χρήσης σχετικά με τη διαλειτουργικότητα, που προέρχονται από πόλεις και κοινότητες από όλη την Ευρώπη και πέραν αυτής, σύμφωνα με το EIF, καθώς και ένα κοινό μοντέλο για τη διευκόλυνση της παροχής υπηρεσιών στο κοινό σε όλους τους τομείς, τις πόλεις, τις περιφέρειες και τα σύνορα. Το EIF4SCC θα αποτελέσει ένα πρώτο βήμα για τη διαλειτουργικότητα σε τοπικό/μικρό επίπεδο και θα ενισχύσει τον ρόλο της διαλειτουργικότητας μεταξύ των τομέων.
Τα επόμενα χρόνια, η ΕΕ θα πρέπει να προωθήσει και να διασφαλίσει μια αλλαγή παραδείγματος στον τρόπο με τον οποίο αλληλεπιδρούν οι πολίτες, οι δημόσιες διοικήσεις και τα θεσμικά της όργανα, όχι μόνο για να διασφαλίσει τη διαλειτουργικότητα σε όλα τα επίπεδα διακυβέρνησης και μεταξύ των δημόσιων υπηρεσιών, αλλά και για να διασφαλίσει το κατάλληλο επίπεδο ψηφιοποίησης των ευρωπαϊκών δημόσιων διοικήσεων για να αντιμετωπίσει τις επικείμενες τεχνολογικές αλλαγές.
Πηγή άρθρου: https://joinup.ec.europa.eu/