Ερρίκος Βεντούρας, Διάνα Βουτυράκου, Αντώνης Μπόγρης, Μανώλης Τερροβίτης*
Οι ανοιχτές τεχνολογίες μειώνουν την εξάρτηση του δημοσίου από συγκεκριμένους προμηθευτές, ενισχύουν την εγχώρια προστιθέμενη αξία στις λύσεις πληροφορικής, επιτρέπουν τον εις βάθος έλεγχο του λογισμικού που παραλαμβάνεται και επιτρέπουν στους πολίτες ή σε οργανώσεις πολιτών να επικοινωνούν με τα συστήματα του δημοσίου και να επεξεργάζονται εύκολα τα ανοικτά δεδομένα που αυτό διαθέτει.
Τα τελευταία χρόνια οι πολίτες έχουν πρόσβαση σε μια σειρά από εύχρηστες υπηρεσίες, μέσω του gov.gr, που πραγματικά προσφέρουν διευκολύνσεις, μειώνοντας την αυτοπρόσωπη παρουσία σε ταμεία και γκισέ. Η πλειονότητα όμως των πολιτών πιστεύει ότι αυτή η εκτεταμένη αλλά «ρηχή» προσβασιμότητα στην έκδοση μιας σειράς πιστοποιητικών είναι ό,τι συνιστά την «ψηφιοποίηση του κράτους». Είναι όμως έτσι; Πέρα από μερικά πολύ βολικά «κλικ» στο κινητό μας τηλέφωνο, έχουμε ως χώρα προχωρήσει ουσιαστικά σε αυτόν τον τομέα;
Τα πληροφοριακά συστήματα έχουν σε πολύ μεγάλο βαθμό μετατρέψει όλες τις γραφειοκρατικές διαδικασίες σε ψηφιακές στα αναπτυγμένα κράτη. Η Ελλάδα σε αυτόν τον τομέα υστερεί σημαντικά, ακόμη και σε σχέση με χώρες που ξεκίνησαν από χειρότερη θέση τεχνολογικά. Ενώ τεράστια ποσά έχουν επενδυθεί, ιδιαίτερα μέσω των κοινοτικών πλαισίων στήριξης, το αποτέλεσμα δεν είναι ικανοποιητικό, και αυτό αντανακλάται και στην πολύ χαμηλή κατάταξη της Ελλάδας στον τομέα ψηφιακής διακυβέρνησης, 29η στις 33 χώρες, στη σχετική έκθεση του ΟΟΣΑ του 2022. Τα φτωχά αποτελέσματα μεγάλων ψηφιακών έργων δεν αυξάνουν σημαντικά την παραγωγικότητα των δημοσίων φορέων, κάτι που διαπιστώνεται άμεσα από τον πολίτη στις συναλλαγές του με το δημόσιο, μόλις χρειαστεί κάτι παραπάνω από π.χ. μια υπεύθυνη δήλωση.
Βασική αιτία για το παραπάνω φαινόμενο είναι η αδυναμία των δημόσιων φορέων να προβούν στην ανάπτυξη εφαρμογών αλλά και στον σχεδιασμό, την παρακολούθηση και την αξιολόγηση των έργων που προκηρύσσονται. Η αδυναμία οφείλεται εν μέρει στην πολυδιάσπαση των αρμοδιοτήτων και των φορέων που είναι υπεύθυνοι για την ανάπτυξη εφαρμογών, την προκήρυξη έργων, και τη θέσπιση πολιτικών για τα πληροφοριακά συστήματα του δημοσίου. Η αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος άρχισε το 2016 με τη δημιουργία του Υπουργείου Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης, που σήμερα έχει μετεξελιχθεί στο Υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης. Όμως, η διοικητική αναδιοργάνωση, μετά τα πρώτα της βήματα, δεν συνοδεύτηκε από τις περαιτέρω επιμέρους αλλαγές αλλά και βελτιώσεις των διοικητικών δομών και πόρων που θα επέτρεπαν την ουσιαστική βελτίωση των ψηφιακής διακυβέρνησης. Η έκθεση του ΟΟΣΑ βρίσκει στα βασικά της αποτελέσματα, ότι ακόμη υπάρχει έλλειψη συντονισμού στην ψηφιακή πολιτική, απομονωμένες εστίες ψηφιακών δράσεων (silos) και ιδιαίτερη αποτυχία στην προμήθεια έργων του δημοσίου. Πρώτο βήμα για την αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων θα ήταν να συνεχιστεί η ουσιαστική αναδιοργάνωση των φορέων που εμπλέκονται άμεσα στην παραγωγή και την προμήθεια πληροφοριακών συστημάτων. Θα πρέπει να καθοριστούν οι αρμοδιότητες των φορέων που έχουν σημαντικό ρόλο στην ψηφιακή διακυβέρνηση και να αποφευχθεί ιδιαίτερα η επικάλυψη των αρμοδιοτήτων και των υπηρεσιών. Σε αυτή την κατεύθυνση το Υπουργείο Ψηφιακής πολιτικής θα ήταν σκόπιμο να λειτουργεί ως «τμήμα πληροφορικής – ΙΤ department» για όλο το δημόσιο, σε επίπεδο, τουλάχιστον, στρατηγικού σχεδιασμού και παρακολούθησης, αναδιοργανώνοντας τις υπηρεσίες και τους οργανισμούς του σε λειτουργικά προσδιορισμένες, π.χ., ανάπτυξη εφαρμογών, προμηθειών συστημάτων και υποδομών.
Ο σημαντικότερος παράγοντας για την επιτυχή ψηφιακή μετάβαση του δημοσίου είναι η ενίσχυση του ανθρώπινου δυναμικού. Η αναδιοργάνωση οργανισμών και αρμοδιοτήτων μπορεί να βελτιώσει την αποτελεσματικότητα της δουλειάς των ανθρώπων που δουλεύουν στην ανάπτυξη ψηφιακών υπηρεσιών, δεν μπορεί όμως από μόνη της να παράγει έργο. Οι υπηρεσίες του δημοσίου, θα πρέπει να είναι ψηφιακές από σχεδιασμό (digital by design), ξεκινώντας από την σωστή νομοθέτηση τους, μέχρι την ακριβή περιγραφή τους στα αντίστοιχα έργα υλοποίησης. Η διαδικασία αυτή είναι αδύνατον να γίνει στις σημερινές συνθήκες όταν το κατάλληλο προσωπικό λείπει και οι αποφάσεις για νέα έργα και υπηρεσίες συνήθως ξεκινούν από τα πάνω στους περισσότερους δημόσιους φορείς.
Έργα πληροφορικής με σημαντική προστιθέμενη αξία και ανοικτότητα
Τα έργα και οι υπηρεσίες των δημοσίων φορέων προδιαγράφονται και προτείνονται συνήθως από ιδιώτες και ευκαιριακούς συνεργάτες, με αποτέλεσμα να μην αντικατοπτρίζουν επαρκώς τις ανάγκες των φορέων. Η μη εμπλοκή (και ανυπαρξία) επαρκώς καταρτισμένου μόνιμου προσωπικού στη δημιουργία νέων υπηρεσιών στερεί τις απαραίτητες ουσιαστικές γνώσεις για τη λειτουργία των φορέων και την αποτελεσματική παρακολούθηση στη συχνά μακρόχρονη πορεία υλοποίησης των έργων. Για τη μέγιστη αποτελεσματικότητα των έργων πληροφορικής, αυτά πρέπει να είναι βραχυχρόνια, ώστε να μπορούν οι ανάγκες ενός οργανισμού να αντιμετωπίζονται από μία σχετικά ευέλικτη στρατηγική ανάπτυξης, και οριζόντια: να σχεδιάζονται με βάση τις ανάγκες του δημοσίου και των πολιτών συνολικά, με εμβέλεια μεγαλύτερη από ένα μόνο οργανισμό. Για την επίτευξη των παραπάνω απαιτείται ανθρώπινο δυναμικό υψηλού επιπέδου, μόνιμα ενταγμένο στους δημόσιους φορείς, το οποίο θα είναι τεχνικά καταρτισμένο, αλλά θα καταλαβαίνει και τις ανάγκες των δημοσίων φορέων για να μπορεί να συγγράψει τις προδιαγραφές των έργων και να παρακολουθήσει και να αξιολογήσει την ανάπτυξη τους. Η προσέλκυση τέτοιου δυναμικού απαιτεί καλές συνθήκες εργασίας και αμοιβές ανταγωνιστικές του ιδιωτικού τομέα.
Άμεσα συνδεδεμένη με την ανάπτυξη εφαρμογών στο δημόσιο τομέα είναι η υιοθέτηση ανοιχτών προτύπων και του ανοικτού και ελεύθερου λογισμικού από τους δημόσιους φορείς. Αυτός είναι ένας στόχος με πολλαπλά οφέλη για το δημόσιο αλλά και την ιδιωτική οικονομία και την κοινωνία συνολικότερα. Οι ανοιχτές τεχνολογίες μειώνουν την εξάρτηση του δημοσίου από συγκεκριμένους προμηθευτές, ενισχύουν την εγχώρια προστιθέμενη αξία στις λύσεις πληροφορικής, επιτρέπουν τον εις βάθος έλεγχο του λογισμικού που παραλαμβάνεται και επιτρέπουν στους πολίτες ή σε οργανώσεις πολιτών να επικοινωνούν με τα συστήματα του δημοσίου και να επεξεργάζονται εύκολα τα ανοικτά δεδομένα που αυτό διαθέτει.
Η υιοθέτηση και εφαρμογή των παραπάνω πολιτικών απαιτεί ρεαλιστική και σταδιακή ένταξη τους στη διαδικασία προμηθειών και παραγωγής λογισμικού των δημοσίων φορέων. Απαιτεί πρωτίστως τη δημιουργία προδιαγραφών συστημάτων που αναλύονται σε διακριτά υποσυστήματα με προτυποποιημένη επικοινωνία μεταξύ τους. Κάθε επικοινωνία, είσοδος η έξοδος των συστημάτων και των υποσυστημάτων τους θα πρέπει να βασίζεται σε ανοιχτά πρότυπα.
Επιπλέον, για να καρποφορήσει η οποιαδήποτε πολιτική υποστήριξης των ανοικτών τεχνολογιών, απαιτείται η γενναία ενίσχυση των υπολογιστικών υποδομών του δημοσίου τομέα (δημόσια διοίκηση, εκπαίδευση, υγεία), ώστε να ελαχιστοποιηθεί η εξάρτηση από μεγάλους τεχνολογικούς κολοσσούς. Ένας από τους κύριους στόχους μίας πολιτικής υποστήριξης των ανοιχτών τεχνολογιών είναι να τεθεί ως ύψιστη προτεραιότητα η ψηφιακή μετάβαση στην εκπαίδευση με πληροφοριακά συστήματα που βασίζονται σε αμιγώς ανοικτά πρότυπα και τεχνολογίες. Η εγκαθίδρυση μίας τέτοιας νοοτροπίας στο πεδίο της εκπαίδευσης διαμορφώνει πολίτες με καθαρή αντίληψη για τη σημασία, αλλά και την αξία των ανοικτών τεχνολογιών. Δεύτερη σημαντική προτεραιότητα είναι η υποστήριξη δράσεων και πρωτοβουλιών που προκρίνουν τα ψηφιακά δημόσια αγαθά. Μία δράση σαν αυτή του Καλλίπου για τα πανεπιστημιακά συγγράμματα, που αποτελεί μία καλή πρακτική δεν πρέπει να είναι αποσπασματική. Αντιθέτως πρέπει να είναι συνεχής και να διευρυνθεί και σε άλλα πεδία, όπως αυτό του πολιτισμού, για παράδειγμα.
Η ανοικτότητα των συστημάτων πρέπει να υλοποιείται ταυτόχρονα με τη διασφάλιση της ιδιωτικότητας των πολιτών. Και εκεί υστερούμε σήμερα μιας και υπάρχει ανεπαρκής βούληση για την ενσωμάτωση των, συχνά δεδηλωμένων, πολιτικών διασφάλισης της ιδιωτικότητας στα πληροφοριακά συστήματα. Στα συστήματα της υγείας μάλιστα τα προσωπικά δεδομένα παραμένουν σε μεγάλο βαθμό απροστάτευτα και μακριά από τον έλεγχο των πολιτών. Οι νέες εφαρμογές που εντάσσονται στο gov.gr δεν παρέχουν καν την απαραίτητη ενημέρωση για την πολιτική διαχείρισης προσωπικών δεδομένων στους πολίτες.
Θεσμικές παρεμβάσεις προτεραιότητας
Με βάση τις παραπάνω επισημάνσεις και στοχεύσεις, για την επιτυχημένη ψηφιακή μετάβαση του δημοσίου, εν κατακλείδι και συνοπτικά προτείνουμε τις εξής παρεμβάσεις για την ψηφιακή μετάβαση:
- Ενίσχυση του ανθρώπινου δυναμικού, δημιουργία του κατάλληλου πλαισίου κινήτρων για προσέλκυση ικανών στελεχών. Εμπλοκή των πανεπιστημίων, των ερευνητικών κέντρων, αλλά και κοινοτήτων με αποδεδειγμένη τεχνογνωσία με θεσμικό τρόπο στην υποστήριξη του Υπουργείου.
- Εμβάθυνση των διοικητικών αλλαγών, εξάλειψη των εστιών απομόνωσης, ρύθμιση των αρμοδιοτήτων.
- Δημιουργία υποδομών για τον επαρκή σχεδιασμό και παρακολούθηση των έργων. Διαρκής αξιολόγηση των ψηφιακών υπηρεσιών και συστημάτων.
- Σχεδιασμός έργων που ξεπερνούν την εμβέλεια ενός οργανισμού, μετάβαση από τα απομονωμένα πληροφοριακά συστήματα των οργανισμών σε πληροφοριακά συστήματα που να εξυπηρετούν πολλούς οργανισμούς ταυτόχρονα, με κοινές υποδομές στο νέφος.
- Δημιουργία τεχνικών προδιαγραφών για συστήματα που χειρίζονται προσωπικά δεδομένα, με εστίαση στη δυνατότητα του υποκειμένου για άμεση πρόσβαση στα δεδομένα που κρατά ο κάθε οργανισμός για αυτό, με παρακολούθηση της συμμόρφωσης στις προδιαγραφές.
- Προώθηση εμβληματικών έργων ψηφιακής μετάβασης στους νευραλγικούς τομείς της υγείας, παιδείας, δικαιοσύνης και του περιβάλλοντος, που να στηρίζονται στην υιοθέτηση ανοιχτών προτύπων και ανοικτού και ελεύθερου λογισμικού.
*Μέλη της δεξαμενής σκέψης του Προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ Αλέξη Τσίπρα
—
Πηγή άρθρου: efsyn.gr